- κυνακτής
- κῠν-ακτής, οῦ, ὁ, ([etym.] ἄγω)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνακτής — και δωρ. τ. κυνακτάς, ὁ (Α) περιλαίμιο σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ακτής (ἄγω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν.] … Dictionary of Greek